- νοουμένη
- νοέωExcerpta e libris Herodianipres part mp fem nom/voc sg (attic epic)νοόωconvert into pure Intelligencepres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νοουμένῃ — νοέω Excerpta e libris Herodiani pres part mp fem dat sg (attic epic) νοόω convert into pure Intelligence pres part mp fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοουμένηι — νοουμένῃ , νοέω Excerpta e libris Herodiani pres part mp fem dat sg (attic epic) νοουμένῃ , νοόω convert into pure Intelligence pres part mp fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
мышлениѥ — МЫШЛЕНИ|Ѥ (6*), ˫А с. 1. Разум, ум, сознание: и ѿвѣща моложьшии г҃ла. || аще на сде не даси сести ли иде сѧдеве. рехъ же азъ къ мышлению своѥмѹ. по что изгоню и съблазнiтасѧ. трѹдъ створить ˫а собою бѣжати. ПрЛ XIII, 88а–б; ˫ако ѹбо мышленiѥмь… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ενθύμημα — Όρος της Λογικής που αναφέρεται στο επιχείρημα η παράθεση του οποίου γίνεται με ξεχωριστό τρόπο. Ειδικότερα, η ονομασία αυτή δίνεται σε έναν συλλογισμό στον οποίο μια πρόταση ή το συμπέρασμα εννοούνται. Ο Αριστοτέλης όριζε το ε. ως «συλλογισμό εξ … Dictionary of Greek
μύηση — Τυπική ιεροτελεστία των αρχαίων Ελλήνων και των Ρωμαίων, με την οποία γινόταν η εισαγωγή στα μυστήρια. Ο όρος υιοθετήθηκε από την εθνολογία για να προσδιορίσει διάφορες τελετές των πρωτόγονων λαών, που παρουσιάζουν πολυάριθμες αναλογίες με τη… … Dictionary of Greek
περίπνευμα — Όρος που χρησιμοποιείται από την απόκρυφη και θεοσοφική φιλολογία, για να δηλώσει μια υποτιθέμενη ψυχοφυσική πραγματικότητα, νοούμενη ως τρίτο συστατικό –παράλληλα με το πνεύμα ή ψυχή και το σώμα– της ανθρώπινης τονικότητας. Αντί του π.… … Dictionary of Greek
κριτική — Η νοητική ενέργεια του χαρακτηρισμού και της εκλογής και, γενικά, της κρίσης. Κοινή σε όλους τους ανθρώπους ως πρωταρχική ιδιότητα της νόησης, η κ. ασκείται σε κάθε αντικείμενο της γνώσης και, μεταξύ άλλων, στην τεχνική και στα προϊόντα των… … Dictionary of Greek
Μαρξ, Καρλ — (Heinrich Karl Marx, Τριρ 1818 – Λονδίνο 1883). Γερμανός φιλόσοφος και οικονομολόγος, εβραϊκής καταγωγής. Υπήρξε συνιδρυτής, με τον Φρίντριχ Ένγκελς, του επιστημονικού σοσιαλισμού και της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας. Σπούδασε νομική, ιστορία … Dictionary of Greek
Μουρ, Τζορτζ Έντουαρντ — (George Edward Moore, Λονδίνο 1873 – Κέιμπριτζ 1958). Άγγλος φιλόσοφος. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ από το 1892 έως το 1898 και δίδαξε στο ίδιο πανεπιστήμιο από το 1911 έως το 1925. Διετέλεσε διευθυντής της φιλοσοφικής επιθεώρησης Mind … Dictionary of Greek
Ουπανισάδ — Αρχαία ινδικά φιλοσοφικά, κείμενα. Η κατά λέξη σημασία της λέξης, που είναι συνεδρίαση ή μαθήματα του δάσκαλου στον μαθητή, πήρε με τον καιρό τη σημασία της μύησης, του μυστήριου. Οι αρχαιότερες Ο., που είναι μεταγενέστερες από τις Βέδες και τις… … Dictionary of Greek